3,277,649
edits
(6_14) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκόλῠμος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, [[ἴσως]] ἡ ἀγκινάρα, «[[λάχανον]] ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό. | |lstext='''σκόλῠμος''': ὁ, [[εἶδος]] ἀκάνθου ἐδωδίμου ἀνθοῦντος ἐν τῇ ἀκμῇ τοῦ θέρους, [[ἴσως]] ἡ ἀγκινάρα, «[[λάχανον]] ἄγριον ἀκανθῶδες» Ἡσύχ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀλκαῖ. 39, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κτλ.· - παρὰ Νουμηνίῳ (παρ’ Ἀθην. 371C) θηλ.· καὶ παρὰ Ζωναρᾷ σκόλυμον, τό. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />scolyme, sorte de chardon comestible <i>ou</i> d’artichaut, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} |