Anonymous

σίλφη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σίλφη''': ἡ, ἔντομόν τι, «βρωμοῦσα», blatta, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 8, Αἰλ. π. Ζ. 1. 37, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 31· [[ὡσαύτως]] tinea, βιβλιοφάγος [[σκώληξ]], «σκῶρος», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17 ([[ἔνθα]] ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] [[τίλφη]], πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 300), Ἀνθ. Π. 9. 251. ΙΙ [[εἶδος]] λέμβου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, Σουΐδ. Πρβλ. [[τίφη]].
|lstext='''σίλφη''': ἡ, ἔντομόν τι, «βρωμοῦσα», blatta, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 8, Αἰλ. π. Ζ. 1. 37, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 31· [[ὡσαύτως]] tinea, βιβλιοφάγος [[σκώληξ]], «σκῶρος», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17 ([[ἔνθα]] ἀπαντᾷ ὁ [[τύπος]] [[τίλφη]], πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 300), Ἀνθ. Π. 9. 251. ΙΙ [[εἶδος]] λέμβου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, Σουΐδ. Πρβλ. [[τίφη]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />blatte, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.
}}
}}