Anonymous

σιτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτίζω''': ἀόρ. ἐσίτισα Ξεν. Συμπ. 4, 9· ― Μέσ., μέλλ. -ίσομαι (ἐπι-) Ἀρρ. Ἀν. 3. 20· Ἀττ. -ιοῦμαι Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1· Ἰων. -ιεῦμαι (ἐπι-) Ἡρόδ. 9. 50· ἀόρ. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Θουκ.· πρκμ. σεσίτισμαι, ἴδε κατωτ.· ([[σῖτος]]). Τρέφω, [[παχύνω]], [[πιαίνω]], τινὰ Ἡρόδ. 6. 52. Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Ἰσοκρ. 8C· τινά τι Ξεν. Συμπ. 4, 9· πρβλ. [[σιτεύω]]. ― Παθ. = σιτέομαι, [[τρώγω]], μετ’ αἰτ., πρῶκας σιτίζεται Θεόκρ. 4. 16· ― μεταφορ., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους), Πυθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτίζειν· ψωμίζειν» καὶ «σιτίζοντος· σῖτον παρέχοντος».
|lstext='''σῑτίζω''': ἀόρ. ἐσίτισα Ξεν. Συμπ. 4, 9· ― Μέσ., μέλλ. -ίσομαι (ἐπι-) Ἀρρ. Ἀν. 3. 20· Ἀττ. -ιοῦμαι Φερεκρ. ἐν «Γραυσὶ» 1· Ἰων. -ιεῦμαι (ἐπι-) Ἡρόδ. 9. 50· ἀόρ. ἐσιτισάμην (ἐπ-) Θουκ.· πρκμ. σεσίτισμαι, ἴδε κατωτ.· ([[σῖτος]]). Τρέφω, [[παχύνω]], [[πιαίνω]], τινὰ Ἡρόδ. 6. 52. Ἀριστοφ. Ἱππ. 716, Ἰσοκρ. 8C· τινά τι Ξεν. Συμπ. 4, 9· πρβλ. [[σιτεύω]]. ― Παθ. = σιτέομαι, [[τρώγω]], μετ’ αἰτ., πρῶκας σιτίζεται Θεόκρ. 4. 16· ― μεταφορ., τὸν Ἰσαῖον ὅλον σεσίτισται (ἐπὶ τοῦ Δημοσθένους), Πυθ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σιτίζειν· ψωμίζειν» καὶ «σιτίζοντος· σῖτον παρέχοντος».
}}
{{bailly
|btext=<i>f. inus., ao.</i> ἐσίτισα, <i>pf. inus.</i><br />nourrir, alimenter.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]].
}}
}}