3,274,919
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σησάμη''': [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», [[φυτόν]] τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου ([[σήσαμον]]) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται [[ἔλαιον]] (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ [[καρπὸς]] [[πολλάκις]] ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ [[ὄρυζα]], Γεωπ. 3. 2· πρβλ. [[σησαμῆ]], -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σησάμη]]· [[σησαμίς]]. καὶ [[πλακοῦς]] ἐκ σησάμης». | |lstext='''σησάμη''': [ᾰ], ἡ, ἡ «σουσαμιά», [[φυτόν]] τι ὀσπριοφόρον τῆς ἀνατολῆς, ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ ὁποίου ([[σήσαμον]]) ἔτι καὶ νῦν ἐξάγεται [[ἔλαιον]] (τὸ «σησαμόλᾳδο»)· ὁ [[καρπὸς]] [[πολλάκις]] ψήνεται καὶ τρώγεται ὡς ἡ [[ὄρυζα]], Γεωπ. 3. 2· πρβλ. [[σησαμῆ]], -μίς, -όεις. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σησάμη]]· [[σησαμίς]]. καὶ [[πλακοῦς]] ἐκ σησάμης». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />sésame, <i>plante oléagineuse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σήσαμον]]. | |||
}} | }} |