Anonymous

σκερβόλλω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκερβόλλω''': [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], σκ. πονηρά, [[ὑβρίζω]], [[ὀνειδίζω]], μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] μνημονεύει τύπον [[κερβολέω]]).
|lstext='''σκερβόλλω''': [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], σκ. πονηρά, [[ὑβρίζω]], [[ὀνειδίζω]], μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] μνημονεύει τύπον [[κερβολέω]]).
}}
{{bailly
|btext=injurier, outrager.<br />'''Étymologie:''' [[σκέρβολος]].
}}
}}