3,273,169
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκερβόλλω''': [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], σκ. πονηρά, [[ὑβρίζω]], [[ὀνειδίζω]], μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] μνημονεύει τύπον [[κερβολέω]]). | |lstext='''σκερβόλλω''': [[σκώπτω]], [[ὀνειδίζω]], [[ὑβρίζω]], σκ. πονηρά, [[ὑβρίζω]], [[ὀνειδίζω]], μεταχειρίζομαι ὕβρεις χυδαίας, κακολογῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 822· «σκέρβολλε· λοιδόρει» καὶ «σκερβόλλει· ἀπατᾷ» Ἡσύχ. ([[ὅστις]] μνημονεύει τύπον [[κερβολέω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=injurier, outrager.<br />'''Étymologie:''' [[σκέρβολος]]. | |||
}} | }} |