3,274,921
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκάλοψ''': -οπος, ὁ, (ἴδε [[σκάλλω]]), δηλ. ὁ [[ἀσπάλαξ]], «[[ζῷον]] γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων [[χῶμα]]), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. [[σπάλαξ]]· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ ([[σκάλοψ]];) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6. | |lstext='''σκάλοψ''': -οπος, ὁ, (ἴδε [[σκάλλω]]), δηλ. ὁ [[ἀσπάλαξ]], «[[ζῷον]] γεωρύχον, τυφλὸν» Ἡσύχ., (Ἀρχ. Ἀγγλ. mould warp, ὁ ἀνασκάπτων γῆν, ἐπισωρεύων [[χῶμα]]), Ἀριστοφ. Ἀχ. 879· πρβλ. [[σπάλαξ]]· ὁ Φώτ. μνημονεύει τύπον σκάλωψ ([[σκάλοψ]];) ἐκ τοῦ Κρατίν. ἐν «Κλεοβουλίνῃ» 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οπος (ὁ) :<br />taupe, <i>litt.</i> « l’animal fouisseur ».<br />'''Étymologie:''' [[σκάλλω]]. | |||
}} | }} |