Anonymous

σιλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιλλαίνω''': ([[σίλλος]]) [[ὑβρίζω]], [[σκώπτω]], [[ἐμπαίζω]], [[χλευάζω]], [[διασύρω]], «ἀπὸ τοῦ τοῖς ἰλλοῖς, [[τουτέστι]] τοῖς ὀφθαλμοῖς, σίνεσθαι» Ἡσύχ., Διογ. Λ. 9. 111, Λουκ. Προμ. 8, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40, Πολύδ. Β΄, 54, κτλ.
|lstext='''σιλλαίνω''': ([[σίλλος]]) [[ὑβρίζω]], [[σκώπτω]], [[ἐμπαίζω]], [[χλευάζω]], [[διασύρω]], «ἀπὸ τοῦ τοῖς ἰλλοῖς, [[τουτέστι]] τοῖς ὀφθαλμοῖς, σίνεσθαι» Ἡσύχ., Διογ. Λ. 9. 111, Λουκ. Προμ. 8, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40, Πολύδ. Β΄, 54, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=se moquer de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σίλλος]].
}}
}}