3,273,735
edits
(6_4) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σμερδᾰλέος''': α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. ([[διότι]] τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 [[εἶναι]] παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς [[στίχος]]), φοβερὸς [[ἰδεῖν]], [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[δράκων]] Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. [[κεφαλή]], ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· [[οὕτως]] ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, [[σάκος]], [[αἰγίς]], [[ἀορτήρ]] Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· [[οἰκία]] σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· [[ἔρις]] Ἡσ. Θ. 710· [[πόλισμα]] Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) [[τρομερός]], φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι). | |lstext='''σμερδᾰλέος''': α, Ἰωνικ. η, ον, ἐπίθετ. ἐπικ. ([[διότι]] τὸ παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 553 [[εἶναι]] παρῳδούμενος ἡρωϊκὸς [[στίχος]]), φοβερὸς [[ἰδεῖν]], [[φρικτός]], [[φρικαλέος]], [[δράκων]] Ἰλ. Β. 309· ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως ὡς ἐν ἀθλίᾳ καταστάσει ὑπὸ τῆς θαλάσσης ἐξεβλήθη πρὸς τὴν ξηράν, Ὀδ. Ζ. 137· σμ. [[κεφαλή]], ἐπὶ τῆς Σκύλλης, Μ. 91· χαλκὸς σμ., φρικτῶς ἀκτινοβολῶν, λάμπων φοβερῶς, Ἰλ. Μ. 464, Ν. 192· [[οὕτως]] ἐπὶ παντοειδοῦς ὁπλισμοῦ, [[σάκος]], [[αἰγίς]], [[ἀορτήρ]] Υ. 260, Φ. 401, Ὀδ. Λ. 609· [[οἰκία]] σμ., ἐπὶ τοῦ Ἅιδου, Ἰλ. Υ. 64· [[ἔρις]] Ἡσ. Θ. 710· [[πόλισμα]] Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., κτλ. 2) [[τρομερός]], φρικτὸς εἰς τὴν ἀκοήν, [[μάλιστα]] κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., σμερδαλέον δ’ ἐβόησε Ἰλ. Θ. 92, κτλ.· σμ. κονάβησαν, κανάχιζε Β. 334, Ὀδ. Κ. 399· οὕτω καὶ πληθ., σμερδαλέα κτυπέων, ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Η. 497· σμ. ἰάχων Ε. 302. (Ἡ [[ῥίζα]] φαίνεται πιθανῶς ἐκ του Σανσκρ. mard, Λατ. mord-ere· Ἀρχ. Γερμαν. schmerz-an· Ἀγγλ. to smart, τινάσσομαι, κεντοῦμαι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />terrible, effrayant à voir <i>ou</i> à entendre ; <i>adv.</i> • σμερδαλέον IL, OD <i>ou</i> • σμερδαλέα IL d’une manière effrayante, avec un bruit terrible.<br />'''Étymologie:''' R. Σμερδ, mordre ; cf. [[σμερδνός]]. | |||
}} | }} |