3,277,186
edits
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥοδάνη''': ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ [[κρόκη]], ὑφάδι, [[νῆμα]], κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ῥαδάνη]], ἀλλὰ (ἐν λέξ. [[τολύπη]]) [[ῥοδάνη]]· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, [[ῥαδανίζω]], Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ. | |lstext='''ῥοδάνη''': ἡ, (ῥοδανὸς) ὡς τὸ [[κρόκη]], ὑφάδι, [[νῆμα]], κλωστή, πέπλον μου κατέτρωξαν, ὃν ἐξύφηνα καμοῦσα ἐκ ῥοδάνης λεπτῆς καὶ στήμονα μακρὸν ἔνησα Βατραχομυομ. 183, πρβλ. Εὐστάθ. 1527. 60, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1137, κτλ.· ὁ Ἡσύχ. ἔχει [[ῥαδάνη]], ἀλλὰ (ἐν λέξ. [[τολύπη]]) [[ῥοδάνη]]· - ὁμοία διαφορὰ παρατηρεῖται καὶ ἐν τῷ ῥήματι ῥοδανίζω, ὡς καὶ νῦν, Σχόλ. Ἑνετ. Β. 18. 576, Εὐστ. 1527. 60, [[ῥαδανίζω]], Εὐστ. 1165. 22, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 702. 9, Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />fil tissé.<br />'''Étymologie:''' [[ῥοδανός]]. | |||
}} | }} |