Anonymous

σπείρω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπείρω''': Αἰολ. σπέρρω˙ Α. Β. 663, Ἐτυμολ. Μέγ. 300. 19˙ Ἰων. παρατ. σπείρεσκον Ἡρόδ. 4. 42˙ μέλλ. σπερῶ Εὐρ. Ἠλ. 79, Πλάτ.˙ Αἰλ. σπέρσω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 202˙ - ἀόρ. ἔσπειρα Εὐρ., Πλάτ.˙ - πρκμ. ἔσπαρκα Πολύαιν. 2. 1, 1, κτλ. - Μέσ., ἀόρ. σπείρασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ ἀόρ. β΄ σπαρέσθαι ἢ σπερέσθαι Πολύαιν. 8. 26. - Παθ., μέλλ. σπᾰρήσομαι Ἑβδ., (δια-) Διόδ. 17. 69˙ ἀόρ. ἐσπάρην [ᾰ] Σοφ. Ο. Τ. 1498, Θουκ. 2. 27˙ (οἱ τύποι σπαρθήσομαι, ἐσπάρθην διορθοῦνται ἤδη ἐν Ζαχ. 14. 2, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 17)˙ - πρκμ. ἔσπαρμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206, Πλάτ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ ἢ ΣΠΕΡ˙ πρβλ. σπαρῆναι, ἔσπαρμαι, σπαρτός, σπέρμα). «Σπέρνω»: Ι. [[σπείρω]] σπόρον, [[ῥίπτω]] σπόρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 389, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ μετ’ αἰτιατ., [[κέγχρος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 399˙ σῖτον Ἡρόδ. 4. 17˙ στάχυν Εὐρ. Κύκλ. 121˙ πρβλ. [[Κάδμος]], σπ. γηγενῆ στάχυν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 204˙ καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπείρασθαι ὀδόντας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ - ἀπολ., ἀντίθετον τῷ [[θερίζω]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ - μεταφορ., θερ. καὶ σπ. ταῖς γλώσσαις, ἐπὶ τῶν δῶρα δεχόμενων ῥητόρων, [[αὐτόθι]] 1697˙ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 260D αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4˙ - παροιμ., σπ. ἐς πέτρας τε καὶ λίθους Πλάτ. Νόμ. 838Ε˙ σπ. κατὰ πετρῶν, κατὰ θάλασσαν, κτλ., Λουκ. Ἔρωτ. 20, κτλ. 2) [[σπείρω]] τέκνα, Σοφ. Αἴ. 1293, Τρ. 33, κτλ.˙ οἱ σπείραντες, οἱ γονεῖς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145. 5, πρβλ. 713. 3˙ σπ. ἄθυτα, παλλακῶν σπέρματα Πλάτ. Νόμ. 841D. - Παθ., φύομαι ἢ γεννῶμαι, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη Σοφ. Ο. Τ. 1498, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 554, Πλάτ. Πολ. 460Β˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) [[διασκορπίζω]] ὡς σπόρον, [[διασπείρω]], [[σκορπίζω]], χρυσὸν καὶ ἄργυρον Ἡρόδ. 7. 107˙ σπ. φλόγα Τραγικ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 14˙ ἐπὶ ὑγρῶν, [[διασκορπίζω]], [[ῥαντίζω]], [[περιρραίνω]], ἐκ τευχέων σπ. δρόσον Εὐρ. Ἀνδρ. 167˙ - ἐξαπλώνω ἔξω, [[ἐκτείνω]], σπ. ἀγλαΐαν νόσῳ Πινδ. Ν. 1. 16˙ ἐπὶ φήμης, σπ. ματαίαν βάξιν, ὡς ὁ Οὐεργίλ. spargere voces, Σοφ. Ἠλ. 642˙ μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα, μὴ ὁμίλει μετ’ ἀδιακρισίας [[περί]] ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 585. - Παθ., διασκορπίζομαι, ἐσπαρμένος ... κατὰ πόλιν, περὶ τῆς τέφρας τοῦ Σόλωνος τῆς διασκορπισθείσης ἀνὰ τὴν Σαλαμῖνα, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 5˙ ἔγχη τόξα τ’ ἔσπαρται πέδῳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098˙ ἐπὶ προσώπων, ἐσπάρησαν καθ’ Ἑλλάδα Θουκ. 2. 27˙ ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 22˙ κατὰ χώραν [[αὐτόθι]] 6. 2, 17˙ [[ὡσαύτως]], ἔσπαρται [[λόγος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206. ΙΙ. [[σπείρω]] ἀγρόν τινα, νειὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461˙ γῆν, πεδιάδα, [[τέμενος]] Ἡρόδ. 4. 42., 9. 116, 122˙ ἄρουραν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155˙ ἡ σπειρομένη [[Αἴγυπτος]], τὸ ἀρόσιμον [[μέρος]] τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 77˙ τυχεῖν μὲν ἤδη ‘σπαρμένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1140˙ ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Δείναρχ. 93. 14˙ - παροιμ., πόντον σπείρειν, ἐπὶ ματαίου κόπου, Θέογν. 106, 107˙ - μεταφορ., σπ. κοινοτάταις διανοίαις Ἀριστοφ. Σφ. 1044˙ σπ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Πλάτ. Νόμ. 777Ε. 2) ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ματρὸς ... σπ. ἄρουραν Αἰσχύλ. Θήβ. 754˙ σπ. τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18˙ σπ. λέχη ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 64˙ ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
|lstext='''σπείρω''': Αἰολ. σπέρρω˙ Α. Β. 663, Ἐτυμολ. Μέγ. 300. 19˙ Ἰων. παρατ. σπείρεσκον Ἡρόδ. 4. 42˙ μέλλ. σπερῶ Εὐρ. Ἠλ. 79, Πλάτ.˙ Αἰλ. σπέρσω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 202˙ - ἀόρ. ἔσπειρα Εὐρ., Πλάτ.˙ - πρκμ. ἔσπαρκα Πολύαιν. 2. 1, 1, κτλ. - Μέσ., ἀόρ. σπείρασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ ἀόρ. β΄ σπαρέσθαι ἢ σπερέσθαι Πολύαιν. 8. 26. - Παθ., μέλλ. σπᾰρήσομαι Ἑβδ., (δια-) Διόδ. 17. 69˙ ἀόρ. ἐσπάρην [ᾰ] Σοφ. Ο. Τ. 1498, Θουκ. 2. 27˙ (οἱ τύποι σπαρθήσομαι, ἐσπάρθην διορθοῦνται ἤδη ἐν Ζαχ. 14. 2, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 17)˙ - πρκμ. ἔσπαρμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206, Πλάτ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ ἢ ΣΠΕΡ˙ πρβλ. σπαρῆναι, ἔσπαρμαι, σπαρτός, σπέρμα). «Σπέρνω»: Ι. [[σπείρω]] σπόρον, [[ῥίπτω]] σπόρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 389, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ μετ’ αἰτιατ., [[κέγχρος]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 399˙ σῖτον Ἡρόδ. 4. 17˙ στάχυν Εὐρ. Κύκλ. 121˙ πρβλ. [[Κάδμος]], σπ. γηγενῆ στάχυν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 204˙ καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπείρασθαι ὀδόντας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ - ἀπολ., ἀντίθετον τῷ [[θερίζω]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ - μεταφορ., θερ. καὶ σπ. ταῖς γλώσσαις, ἐπὶ τῶν δῶρα δεχόμενων ῥητόρων, [[αὐτόθι]] 1697˙ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 260D αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4˙ - παροιμ., σπ. ἐς πέτρας τε καὶ λίθους Πλάτ. Νόμ. 838Ε˙ σπ. κατὰ πετρῶν, κατὰ θάλασσαν, κτλ., Λουκ. Ἔρωτ. 20, κτλ. 2) [[σπείρω]] τέκνα, Σοφ. Αἴ. 1293, Τρ. 33, κτλ.˙ οἱ σπείραντες, οἱ γονεῖς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145. 5, πρβλ. 713. 3˙ σπ. ἄθυτα, παλλακῶν σπέρματα Πλάτ. Νόμ. 841D. - Παθ., φύομαι ἢ γεννῶμαι, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη Σοφ. Ο. Τ. 1498, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 554, Πλάτ. Πολ. 460Β˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) [[διασκορπίζω]] ὡς σπόρον, [[διασπείρω]], [[σκορπίζω]], χρυσὸν καὶ ἄργυρον Ἡρόδ. 7. 107˙ σπ. φλόγα Τραγικ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 14˙ ἐπὶ ὑγρῶν, [[διασκορπίζω]], [[ῥαντίζω]], [[περιρραίνω]], ἐκ τευχέων σπ. δρόσον Εὐρ. Ἀνδρ. 167˙ - ἐξαπλώνω ἔξω, [[ἐκτείνω]], σπ. ἀγλαΐαν νόσῳ Πινδ. Ν. 1. 16˙ ἐπὶ φήμης, σπ. ματαίαν βάξιν, ὡς ὁ Οὐεργίλ. spargere voces, Σοφ. Ἠλ. 642˙ μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα, μὴ ὁμίλει μετ’ ἀδιακρισίας [[περί]] ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 585. - Παθ., διασκορπίζομαι, ἐσπαρμένος ... κατὰ πόλιν, περὶ τῆς τέφρας τοῦ Σόλωνος τῆς διασκορπισθείσης ἀνὰ τὴν Σαλαμῖνα, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 5˙ ἔγχη τόξα τ’ ἔσπαρται πέδῳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098˙ ἐπὶ προσώπων, ἐσπάρησαν καθ’ Ἑλλάδα Θουκ. 2. 27˙ ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 22˙ κατὰ χώραν [[αὐτόθι]] 6. 2, 17˙ [[ὡσαύτως]], ἔσπαρται [[λόγος]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206. ΙΙ. [[σπείρω]] ἀγρόν τινα, νειὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461˙ γῆν, πεδιάδα, [[τέμενος]] Ἡρόδ. 4. 42., 9. 116, 122˙ ἄρουραν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155˙ ἡ σπειρομένη [[Αἴγυπτος]], τὸ ἀρόσιμον [[μέρος]] τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 77˙ τυχεῖν μὲν ἤδη ‘σπαρμένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1140˙ ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Δείναρχ. 93. 14˙ - παροιμ., πόντον σπείρειν, ἐπὶ ματαίου κόπου, Θέογν. 106, 107˙ - μεταφορ., σπ. κοινοτάταις διανοίαις Ἀριστοφ. Σφ. 1044˙ σπ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Πλάτ. Νόμ. 777Ε. 2) ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ματρὸς ... σπ. ἄρουραν Αἰσχύλ. Θήβ. 754˙ σπ. τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18˙ σπ. λέχη ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 64˙ ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σπερῶ, <i>ao.</i> ἔσπειρα, <i>pf.</i> ἔσπαρκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐσπάρην, <i>pf.</i> [[ἔσπαρμαι]];<br /><b>I.</b> semer : σῖτον, καρπόν HDT du blé, des graines de fruit ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> ensemencer : γῆν HDT une terre ; σπ. ἄρουραν ESCHL ensemencer le champ d’où naîtront les enfants;<br /><b>2</b> engendrer, produire;<br /><b>II.</b> répandre comme de la semence, disséminer, éparpiller : χρυσόν HDT de l’or ; δρόσον EUR répandre de l’eau en aspergeant ; <i>Pass.</i> être répandu : κατὰ τὴν Ἑλλάδα THC à travers la Grèce ; [[εἰς]] ἁρπαγήν XÉN pour piller ; <i>fig.</i> répandre des paroles.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. <i>lat.</i> spargo.
}}
}}