Anonymous

σκωπτόλης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
|lstext='''σκωπτόλης''': -ου, ὁ, [[ἀστεῖος]], περιπαίζων, Ἀριστοφ. Σφ. 788, Δίων Κ. 46. 18, κτλ.· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 618. (Ἐκ τοῦ [[σκώπτω]], ὡς τὸ [[μαινόλης]] ἐκ τοῦ [[μαίνομαι]]). - ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 233.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />moqueur, qui lance des mots piquants.<br />'''Étymologie:''' [[σκώπτω]].
}}
}}