Anonymous

σιτηγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῑτηγός''': -όν, (ἄγω) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.
|lstext='''σῑτηγός''': -όν, (ἄγω) = [[σιταγωγός]], σ. πλοῖα Δημ. 1213. 2· τὰ σιτηγὰ (ἐξυπακ. πλοῖα) Πλουτ. Γάλβ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui sert au transport du blé <i>ou</i> des vivres ; τὰ σιτηγά navires pour le transport des approvisionnements.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]].
}}
}}