Anonymous

στάδην: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ἵστημι]]) ἱστάμενος, [[ὄρθιος]], [[στάδην]] ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. ([[ἵστημι]]: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, [[ἀνάλογος]] τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. [[στήδην]].
|lstext='''στάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ἵστημι]]) ἱστάμενος, [[ὄρθιος]], [[στάδην]] ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. ([[ἵστημι]]: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, [[ἀνάλογος]] τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. [[στήδην]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en se tenant debout;<br /><b>2</b> selon le poids.<br />'''Étymologie:''' v. [[ἵστημι]].
}}
}}