Anonymous

σκιάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιάω''': [[σκιάζω]], [[ἐπισκιάζω]], [[κάμνω]] τινὰ σκιερόν, Λῆμνον … ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 604, πρβλ. Νικ. Θηρ. 30, Ἄρατ. 864· ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[σύσκιος]], [[σκοτεινός]], δύσε ὁ τ’ [[ἠέλιος]] σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαὶ (Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατ.), Ὀδ. Β. 388, Γ. 487, κτλ.
|lstext='''σκιάω''': [[σκιάζω]], [[ἐπισκιάζω]], [[κάμνω]] τινὰ σκιερόν, Λῆμνον … ἀκροτάτῃ κορυφῇ σκιάει Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 604, πρβλ. Νικ. Θηρ. 30, Ἄρατ. 864· ― Παθητ., [[γίνομαι]] [[σύσκιος]], [[σκοτεινός]], δύσε ὁ τ’ [[ἠέλιος]] σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαὶ (Ἐπικ. γ΄ πληθ. παρατ.), Ὀδ. Β. 388, Γ. 487, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés.</i><br />couvrir de son ombre ; <i>Pass.</i> être dans l’obscurité.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]].
}}
}}