3,277,114
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰδιοδρομέω''': [[τρέχω]] ἐν τῷ σταδίῳ, [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ [[μέτρον]], ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια [[δραμοῦμαι]]˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618. | |lstext='''στᾰδιοδρομέω''': [[τρέχω]] ἐν τῷ σταδίῳ, [[ἀγωνίζομαι]] εἰς τὸν δρόμον, Πλάτ. Θεάγ. 129 Α, Δημ. 1386. 10˙ - ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 863, [[ἔνθα]] τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι τὸν ἀνώμαλον τύπον σταδιοδραμοῦμαι, ἂν καὶ ὁ ὀρθὸς [[τύπος]] σταδιοδρομήσω ἐξ ἴσου θὰ ἥρμοζεν εἰς τὸ [[μέτρον]], ὁ Ἕρμανν. Προτείνει στάδια [[δραμοῦμαι]]˙ ἀλλ’ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 618. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />courir dans le stade, disputer le prix de la course.<br />'''Étymologie:''' [[σταδιοδρόμος]]. | |||
}} | }} |