Anonymous

στέρνον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στέρνον''': τό, τὸ [[στῆθος]], τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] τοῦ θώρακος (τοῦ σώματος), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· καὶ ἀείποτε παρ’ αὐτῷ ἐπὶ ἀρρένων (τὸ δὲ [[στῆθος]] ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν φύλων), [[βάλε]] δουρὶ [[στέρνον]] [[ὑπὲρ]] μαζοῖο Ἰλ. Δ. 528, κτλ.· [[κρήδεμνον]] [[ὑπὲρ]] στέρνοιο τανύσσαι Ὀδ. Ε. 346, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 127, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 26· καὶ ἐν τῷ πληθ., εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Ἰλ. Γ. 194· ἐν δέ τέ οἱ [[κραδίη]] .. στέρνοισι πατάσσει Ν. 282· στέρνα λαχνάεντα Πινδ. Π. 1. 34· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ν. 365, 508· καὶ ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Ι. 443· - παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ γυναικῶν, ἐν τῷ ἑνικῷ, Σοφ. Τρ. 482, Εὐρ. Ἑκάβ. 563· ἐν τῷ πληθ., μαστούς τ’ ἔδειξε στέρνα θ΄ [[αὐτόθι]] 560· στέρνων πληγαί, ὡς τὸ Λατ. pl…ctus, Σοφ. Ἠλ. 90· ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 632· στέρν’ ἄρασσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054· πρβλ. [[στερνοτυπής]]· - ὁ Ξεν. χρῆται τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, Κύρ. 1. 2, 13· παίσας εἰς τὰ στέρνα .. παῖδα [[αὐτόθι]] 4. 6, 4. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[στῆθος]], στήθεα, θεωρουμένου τοῦ στήθους ὡς ἕδρας τῶν διαθέσεων καὶ ὁρμῶν, [[οἷον]] ἡ «καρδιά», ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν [[στέρνον]] οὐ μαλάσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 203· τὸ σὸν μὴ στ. ἀλγύνοιμι [[αὐτόθι]] 482· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα Αἰσχύλ. Χο. 746, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 792· οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, οὕτω πρέπει νὰ αἰσθάνηταί τις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 639· στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Σοφ. Ο. Κ. 487. ΙΙ. μεταφορ., στέρνα γῆς, [[χώρα]] εὐρεῖα καὶ [[ἠρέμα]] ἐξογκουμένη, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. [[στερνοῦχος]]. 2) ὑπὸ στέρνοισι καμίνου, ἐν τῷ κέντρῳ αὐτῆς, Νικ. Θηρ. 924. - Τὴν λέξιν ὀλίγον μεταχειρίζονται οἱ πεζογράφοι πλὴν τοῦ Ξενοφ.
|lstext='''στέρνον''': τό, τὸ [[στῆθος]], τὸ [[ἔμπροσθεν]] [[μέρος]] τοῦ θώρακος (τοῦ σώματος), [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἔν τε τῷ ἑνικῷ καὶ τῷ πληθ.· καὶ ἀείποτε παρ’ αὐτῷ ἐπὶ ἀρρένων (τὸ δὲ [[στῆθος]] ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν φύλων), [[βάλε]] δουρὶ [[στέρνον]] [[ὑπὲρ]] μαζοῖο Ἰλ. Δ. 528, κτλ.· [[κρήδεμνον]] [[ὑπὲρ]] στέρνοιο τανύσσαι Ὀδ. Ε. 346, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 127, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 8, 26· καὶ ἐν τῷ πληθ., εὐρύτερος δ’ ὤμοισιν ἰδὲ στέρνοισιν Ἰλ. Γ. 194· ἐν δέ τέ οἱ [[κραδίη]] .. στέρνοισι πατάσσει Ν. 282· στέρνα λαχνάεντα Πινδ. Π. 1. 34· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἵππων, Ἰλ. Ν. 365, 508· καὶ ἐπὶ προβάτων, Ὀδ. Ι. 443· - παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ γυναικῶν, ἐν τῷ ἑνικῷ, Σοφ. Τρ. 482, Εὐρ. Ἑκάβ. 563· ἐν τῷ πληθ., μαστούς τ’ ἔδειξε στέρνα θ΄ [[αὐτόθι]] 560· στέρνων πληγαί, ὡς τὸ Λατ. pl…ctus, Σοφ. Ἠλ. 90· ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 632· στέρν’ ἄρασσε Αἰσχύλ. Πέρσ. 1054· πρβλ. [[στερνοτυπής]]· - ὁ Ξεν. χρῆται τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, Κύρ. 1. 2, 13· παίσας εἰς τὰ στέρνα .. παῖδα [[αὐτόθι]] 4. 6, 4. 2) παρὰ Τραγικ. [[ὡσαύτως]] ὡς τὸ [[στῆθος]], στήθεα, θεωρουμένου τοῦ στήθους ὡς ἕδρας τῶν διαθέσεων καὶ ὁρμῶν, [[οἷον]] ἡ «καρδιά», ἀνδρῶν γὰρ ἐσθλῶν [[στέρνον]] οὐ μαλάσσεται Σοφ. Ἀποσπ. 203· τὸ σὸν μὴ στ. ἀλγύνοιμι [[αὐτόθι]] 482· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα Αἰσχύλ. Χο. 746, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 792· οὕτω χρὴ διὰ στέρνων ἔχειν, οὕτω πρέπει νὰ αἰσθάνηταί τις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 639· στέρνοις ἐγκαταθέσθαι τι Σοφ. Ο. Κ. 487. ΙΙ. μεταφορ., στέρνα γῆς, [[χώρα]] εὐρεῖα καὶ [[ἠρέμα]] ἐξογκουμένη, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. [[στερνοῦχος]]. 2) ὑπὸ στέρνοισι καμίνου, ἐν τῷ κέντρῳ αὐτῆς, Νικ. Θηρ. 924. - Τὴν λέξιν ὀλίγον μεταχειρίζονται οἱ πεζογράφοι πλὴν τοῦ Ξενοφ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>I. 1</b> poitrine de l’homme et de la femme;<br /><b>2</b> poitrail des chevaux, des brebis;<br /><b>II.</b> <i>p. ext.</i> poitrine comme siège du cœur, des sentiments, des affections ; cœur.<br />'''Étymologie:''' R. Στερ, étendre, déployer ; v. [[στόρνυμι]], [[στορέννυμι]], <i>lat.</i> sterno.
}}
}}