Anonymous

στενάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενάζω''': Τραγικ.· μέλλ. -άξω Λυκόφρ. 973, (ἀνα-) Εὐρ. Ι. Τ. 656· - ἀόρ. ἐστέναξα Ἀττ. - Παθητ., πρκμ. ἐστέναγμαι Λυκόφρ. 412. Κυρίως θαμιστικὸν τοῦ [[στένω]], ἀναστενάζω [[συχνάκις]], [[βαρέως]], [[καθόλου]], [[στενάζω]], [[γογγύζω]], [[οἰμώζω]], Αἰσχύλ. Πρ. 696, Πέρσ. 1046, Εὐμ. 789, Σοφ. Φιλ. 916· ἐπ’ ἄτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1299· στ. κακοῖς Εὐρ. Ἄλκ. 199, πρβλ. Φοιν. 1035· [[συχν]]. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οἰκτρόν, δεινὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 104, ἐν Μηδ. 1184· πολλά, μέγα στ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1143, ἐν Ι. Τ. 957· τί ἐστέναξας τοῦτο; διὰ τί γογγύζεις οὕτω; [[αὐτόθι]] 550· [[ἐντεῦθεν]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., παιᾶνα στ. ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 578, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 753· ἀρὰς τέκνοις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 334· πηλίκον τί ποτ’ ἂν στενάξειαν; Δημ. 690. 18. 2) μεταβ. ἀναστενάζω διά τι, θρηνῶ τι, πότμον Σοφ. Ἀντ. 882, πρβλ. Ο. Κ. 1672, Εὐρ. Ι. Τ. 550, κτλ.· τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1640, ἐν Βάκχ. 1028, Δημ. 835. 12.
|lstext='''στενάζω''': Τραγικ.· μέλλ. -άξω Λυκόφρ. 973, (ἀνα-) Εὐρ. Ι. Τ. 656· - ἀόρ. ἐστέναξα Ἀττ. - Παθητ., πρκμ. ἐστέναγμαι Λυκόφρ. 412. Κυρίως θαμιστικὸν τοῦ [[στένω]], ἀναστενάζω [[συχνάκις]], [[βαρέως]], [[καθόλου]], [[στενάζω]], [[γογγύζω]], [[οἰμώζω]], Αἰσχύλ. Πρ. 696, Πέρσ. 1046, Εὐμ. 789, Σοφ. Φιλ. 916· ἐπ’ ἄτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1299· στ. κακοῖς Εὐρ. Ἄλκ. 199, πρβλ. Φοιν. 1035· [[συχν]]. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οἰκτρόν, δεινὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 104, ἐν Μηδ. 1184· πολλά, μέγα στ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1143, ἐν Ι. Τ. 957· τί ἐστέναξας τοῦτο; διὰ τί γογγύζεις οὕτω; [[αὐτόθι]] 550· [[ἐντεῦθεν]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., παιᾶνα στ. ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 578, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 753· ἀρὰς τέκνοις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 334· πηλίκον τί ποτ’ ἂν στενάξειαν; Δημ. 690. 18. 2) μεταβ. ἀναστενάζω διά τι, θρηνῶ τι, πότμον Σοφ. Ἀντ. 882, πρβλ. Ο. Κ. 1672, Εὐρ. Ι. Τ. 550, κτλ.· τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1640, ἐν Βάκχ. 1028, Δημ. 835. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στενάξω, <i>ao.</i> ἐστέναξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. pf.</i> ἐστέναγμαι;<br /><b>1</b> <i>intr.</i> gémir : [[ἐπί]] τινι, τινι sur qqn <i>ou</i> sur qch;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> gémir sur, déplorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[στένω]].
}}
}}