Anonymous

σκορακισμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκορᾰκισμός''': ὁ, [[περιφρόνησις]], [[καταφρόνησις]], «[[χλευασμός]], [[ἀπάτη]], [[ὕβρις]], [[φαυλισμός]], [[ἀποδοκιμασία]]» Ἡσύχ., Πλούτ. 2. 467Α, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΑ΄,19).
|lstext='''σκορᾰκισμός''': ὁ, [[περιφρόνησις]], [[καταφρόνησις]], «[[χλευασμός]], [[ἀπάτη]], [[ὕβρις]], [[φαυλισμός]], [[ἀποδοκιμασία]]» Ἡσύχ., Πλούτ. 2. 467Α, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΑ΄,19).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />action d’envoyer promener ; traitement injurieux.<br />'''Étymologie:''' [[σκορακίζω]].
}}
}}