Anonymous

στροφεύς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροφεύς''': έως, ὁ, ([[στρέφω]]) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, [[Πολυδ]]. Β΄, 130. ΙΙ. [[θήκη]] ἐν ᾗ ὁ [[στρόφιγξ]] τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.
|lstext='''στροφεύς''': έως, ὁ, ([[στρέφω]]) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, [[Πολυδ]]. Β΄, 130. ΙΙ. [[θήκη]] ἐν ᾗ ὁ [[στρόφιγξ]] τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />gond de porte.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
}}