Anonymous

στέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στέφω''': Ὀδ. Θ. 170, Σοφ. Ἀντ. 431, Ὑπερείδ.· παρατ. ἕστεφον Ἰλ. Σ. 205, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· μέλλ. στέψω Σοφ. Αἴ. 93, Εὐρ. Τρῳ. 576· - ἀόρ. ἔστεψα Ἀττ. - Μέσ., μέλλ. στέψομαι Ἀθήν. 676D· ἀόρ. ἐστεψάμην Ἀνθ. Π. 9. 363, 3, Διον. Ἁλ., κλπ., (ἐπ-) Ἰλ. Α. 470. -Παθ., μέλλ. στεφθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστέφθην Εὐρ. Ἑλ. 1360· πρκμ. ἔστεμμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344, Πλάτ., κλπ. - [[στεφανόω]] [[εἶναι]] συνηθέστερον, [[μάλιστα]] παρὰ πεζογράφοις. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΠ ἴδε κατωτ.) παράγονται καὶ τὰ στέφος, στεφ -άνη, στέφ -ανος· πρβλ. Σανσκρ. sthâp- ayimi (stare facio, colloco)· Λατ. stip-s, stip-o, stip-ulor, stip-es· Ἀρχ. Γερμ. stif-t. Παραβάλλοντες τὰς Λατ. λ΄ξεις πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν τοῦ ἐπεστέψαντο (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπιστέφω]]), καὶ πρὸς τὸ ἐπιστρφὴς παρ’ Ἀρχιλ. δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] τῆς λέξ. ἦν τοῦ πληροῦν, γεμίζειν [[καλῶς]], «πατητά», τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· πρβλ. stipatores ἐκ τοῦ stipo). Ἐν τῇ χρήσει ἡ [[λέξις]] σημαίνει περιτίθιμι, Λατ. circumdar, [[ἀμφί]] δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων Ἰλ. Σ. 205· ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Ὀδ. Θ. 171· μνημεῖα χερσίν ἔστεφον πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου, ἀνήρτων ὁλόγυρα περὶ αυτὸ, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· [[λάφυρα]] δαΐων... ἀνγοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν [[αὐτόθι]] 278· - Μέσ., βάλλω περὶ τὴν κεφαλὴν μου, ποίην, ῥόδα Ἀνθ. Π. 9. 363, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 323· στ. ἰούλους Mehlh, εἰς Ἀνακρ. 32. 10· - πρβλ. ἀμφιπεριστέφω. II. [[περιβάλλω]], περικυκλῶ, [[περιστέφω]], τινὰ ἄνθεσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75· παγχρύσος λαφύροις Σοφ. Αἴ. 93· μυρσίνης κλάδοις Εὐρ. Ἄλκ. 759· ἐρίῳ Πλάτ. Πολ. 398Α· [[κάρα]] κισσῷ Εὐρ. Βάκχ. 341· στ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Πλάτ. Φαίδων 58C· νεκρὸν Λυκόφρ. 799· στήλην Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 657. - Μέσ., στέφου [[κάρα]], στέψον τὴν κεφαλήν σου, Εὐρ. Βάκχ. 313· στέψασθαι φύλλοις, στεφανώνω ἐμαυτὸν μὲ ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1124· κεφαλάς τινι Νικ. Ἀποσπ. 38. - Παθ., στεφανώνομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344· τινι, μέ τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 44· τινος Νόνν. Δ. 5. 282· μετ’ αἰτιατ. τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγῶνος καθ’ ὃν τὸ [[βραβεῖον]] ἐλήφθη, στεφθεὶς [[παγκράτιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4380. 10· ἔστεψαι τὰ [[Ὀλύμπια]] Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 13· ἐστέφθη δρόμον [ὁ [[ἵππος]]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 625· στεφθεὶς [[στάδιον]] [[αὐτόθι]] 947. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στέψασθαι [[Ἴσθμια]], καὶ Νεμέοις ... πίτυσιν Ὀρφ. Ἀποσπ. 15· στεψάμενοι σταδίοις Ἀνθ. Πλαν. 371. 2) στεφανώνω [[ποτήριον]] ἢ φιάλην μὲ φύλλα, Ἄλεξ. ἐν «Κύκν.» 1. 6, πρβλ. Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, καὶ ἴδε [[ἐπιστέφω]] Ι. 3) στεφανώνω, δηλ. τιμῶ διὰ σπονδῶν, λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στ. Σοφ. Ἀντ. 431· τύμβον λοιβαῖσι ... στέψαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 53· [[ὅπως]] ... αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶν στέφωμεν [[αὐτόθι]] 458· πρβλ. [[στεφανόω]] ΙΙ. 5, [[στέφος]] 2, Εὐρ. Ὀρ. 1322. ΙΙΙ. Παθητ., [[στέφανος]] ἐκ βύβλου στεφόμενος, συνεστραμμένος ἐκ βύβλου, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Πλίν. 34. 19.
|lstext='''στέφω''': Ὀδ. Θ. 170, Σοφ. Ἀντ. 431, Ὑπερείδ.· παρατ. ἕστεφον Ἰλ. Σ. 205, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· μέλλ. στέψω Σοφ. Αἴ. 93, Εὐρ. Τρῳ. 576· - ἀόρ. ἔστεψα Ἀττ. - Μέσ., μέλλ. στέψομαι Ἀθήν. 676D· ἀόρ. ἐστεψάμην Ἀνθ. Π. 9. 363, 3, Διον. Ἁλ., κλπ., (ἐπ-) Ἰλ. Α. 470. -Παθ., μέλλ. στεφθήσομαι Γαλην.· ἀόρ. ἐστέφθην Εὐρ. Ἑλ. 1360· πρκμ. ἔστεμμαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344, Πλάτ., κλπ. - [[στεφανόω]] [[εἶναι]] συνηθέστερον, [[μάλιστα]] παρὰ πεζογράφοις. (Ἐκ τῆς √ΣΤΕΠ ἴδε κατωτ.) παράγονται καὶ τὰ στέφος, στεφ -άνη, στέφ -ανος· πρβλ. Σανσκρ. sthâp- ayimi (stare facio, colloco)· Λατ. stip-s, stip-o, stip-ulor, stip-es· Ἀρχ. Γερμ. stif-t. Παραβάλλοντες τὰς Λατ. λ΄ξεις πρὸς τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν τοῦ ἐπεστέψαντο (ἴδε ἐν λέξ. [[ἐπιστέφω]]), καὶ πρὸς τὸ ἐπιστρφὴς παρ’ Ἀρχιλ. δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν ὅτι ἡ πρώτη [[σημασία]] τῆς λέξ. ἦν τοῦ πληροῦν, γεμίζειν [[καλῶς]], «πατητά», τὸ στέφειν πλήρωσίν τινα σημαίνει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 108· πρβλ. stipatores ἐκ τοῦ stipo). Ἐν τῇ χρήσει ἡ [[λέξις]] σημαίνει περιτίθιμι, Λατ. circumdar, [[ἀμφί]] δὲ οἱ κεφαλῇ [[νέφος]] ἔστεφε δῖα θεάων Ἰλ. Σ. 205· ἀλλὰ θεὸς μορφὴν ἔπεσι στέφει Ὀδ. Θ. 171· μνημεῖα χερσίν ἔστεφον πρὸς ἅρμ’ Ἀδράστου, ἀνήρτων ὁλόγυρα περὶ αυτὸ, Αἰσχύλ. Θήβ. 50· [[λάφυρα]] δαΐων... ἀνγοῖς δόμοις στέψω πρὸ ναῶν [[αὐτόθι]] 278· - Μέσ., βάλλω περὶ τὴν κεφαλὴν μου, ποίην, ῥόδα Ἀνθ. Π. 9. 363, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 323· στ. ἰούλους Mehlh, εἰς Ἀνακρ. 32. 10· - πρβλ. ἀμφιπεριστέφω. II. [[περιβάλλω]], περικυκλῶ, [[περιστέφω]], τινὰ ἄνθεσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 75· παγχρύσος λαφύροις Σοφ. Αἴ. 93· μυρσίνης κλάδοις Εὐρ. Ἄλκ. 759· ἐρίῳ Πλάτ. Πολ. 398Α· [[κάρα]] κισσῷ Εὐρ. Βάκχ. 341· στ. τὴν πρύμναν τοῦ πλοίου Πλάτ. Φαίδων 58C· νεκρὸν Λυκόφρ. 799· στήλην Καλλ. Ἐπιγράμμ. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 657. - Μέσ., στέφου [[κάρα]], στέψον τὴν κεφαλήν σου, Εὐρ. Βάκχ. 313· στέψασθαι φύλλοις, στεφανώνω ἐμαυτὸν μὲ ..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1124· κεφαλάς τινι Νικ. Ἀποσπ. 38. - Παθ., στεφανώνομαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 344· τινι, μέ τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. Εὐμ. 44· τινος Νόνν. Δ. 5. 282· μετ’ αἰτιατ. τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀγῶνος καθ’ ὃν τὸ [[βραβεῖον]] ἐλήφθη, στεφθεὶς [[παγκράτιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4380. 10· ἔστεψαι τὰ [[Ὀλύμπια]] Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 13· ἐστέφθη δρόμον [ὁ [[ἵππος]]] Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 625· στεφθεὶς [[στάδιον]] [[αὐτόθι]] 947. 3· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, στέψασθαι [[Ἴσθμια]], καὶ Νεμέοις ... πίτυσιν Ὀρφ. Ἀποσπ. 15· στεψάμενοι σταδίοις Ἀνθ. Πλαν. 371. 2) στεφανώνω [[ποτήριον]] ἢ φιάλην μὲ φύλλα, Ἄλεξ. ἐν «Κύκν.» 1. 6, πρβλ. Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, καὶ ἴδε [[ἐπιστέφω]] Ι. 3) στεφανώνω, δηλ. τιμῶ διὰ σπονδῶν, λοιβαῖσι τρισπόνδοισι τὸν νέκυν στ. Σοφ. Ἀντ. 431· τύμβον λοιβαῖσι ... στέψαντες ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 53· [[ὅπως]] ... αὐτὸν ἀφνεωτέραις χερσὶν στέφωμεν [[αὐτόθι]] 458· πρβλ. [[στεφανόω]] ΙΙ. 5, [[στέφος]] 2, Εὐρ. Ὀρ. 1322. ΙΙΙ. Παθητ., [[στέφανος]] ἐκ βύβλου στεφόμενος, συνεστραμμένος ἐκ βύβλου, Ἀθήν. 676D, πρβλ. Πλίν. 34. 19.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> στέψω, <i>ao.</i> ἔστεψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> στεφθήσομαι, <i>ao.</i> ἐστέφθην, <i>pf.</i> ἔστεμμαι;<br /><b>1</b> répandre autour : [[ἀμφί]] τινι [[νέφος]] IL une nuée autour de qqn ; entourer, ceindre, couvrir : λοιβαῖσι νέκυν SOPH, τύμβον SOPH, τάφον EUR répandre des libations sur un mort, sur une tombe ; θεὸς μόρφην ἔπεσι στέφει OD <i>litt.</i> le dieu enveloppe sa forme de la parole, <i>càd</i> lui donne l’habileté <i>ou</i> la grâce de la parole (qui fait oublier ce que son extérieur a de disgracieux);<br /><b>2</b> couronner : τινά <i>ou</i> [[τί]] τινι qqn <i>ou</i> qch d’une couronne ; τινι couronner de qch.<br />'''Étymologie:''' R. Στεφ, entourer ; cf. <i>lat.</i> stips, stipo.
}}
}}