Anonymous

σκιώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιώδης''': -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ [[σκιοειδής]], σκιερός, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, [[σκοτεινός]], [[ἀχλυώδης]], [[θολός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
|lstext='''σκιώδης''': -ες, συνηρ. ἐκ τοῦ [[σκιοειδής]], σκιερός, [[πέτρα]] Εὐρ. Ἱκέτ. 759· χωρίας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 2. 2) ἐπὶ τῆς ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, [[σκοτεινός]], [[ἀχλυώδης]], [[θολός]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄, 1082· ἐπὶ χρωμάτων, [[σκοτεινός]], [[μαῦρος]], Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 9. - Ἐπιρρ. –δῶς, Βυζ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br /><b>1</b> ombreux;<br /><b>2</b> obscur, sombre.<br />'''Étymologie:''' [[σκιά]], -ωδης.
}}
}}