Anonymous

στρατολογέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρᾰτολογέω''': ([[λέγω]]) στρατολογῶ, [[ἐγγράφω]] στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
|lstext='''στρᾰτολογέω''': ([[λέγω]]) στρατολογῶ, [[ἐγγράφω]] στρατιώτας, Διον. Ἁλ. 11. 24, κτλ. - Παθητ., συμμάχων στρατολογηθέντων Διόδ. 12. 67, πρβλ. Πλουτ. Καίσ. 35.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />enrôler des soldats.<br />'''Étymologie:''' [[στρατός]], [[λέγω]]².
}}
}}