Anonymous

συγκακουχέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_20)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκᾰκουχέομαι''': Παθ., [[πάσχω]] κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.
|lstext='''συγκᾰκουχέομαι''': Παθ., [[πάσχω]] κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />être maltraité avec <i>ou</i> de même que, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κακουχέω]].
}}
}}