Anonymous

στλεγγίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_12)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στλεγγίς''': -ίδος, ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς ξύστρας, (Ἐρωτιαν. Γλωσσ. Ἱππ.), «ξυστρὶ» δι’οὗ ἀπέξεον τὸ [[ἔλαιον]] [[μετὰ]] τοῦ κονιορτοῦ (γλοιὸς) ἀπὸ τοῦ δέρματος ἐν τῷ λουτρῷ ἢ [[μετὰ]] τὰς ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 189, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 141· - παροιμ. ἐπὶ πενίας, οὐδ’ ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14, πρβλ. Κικ. Fin. 4. 12, Πλουτ. 2. 59F· - ἐν Σπάρτῃ ἐχρῶντο καλάμῳ, ἀλλὰ συνήθως ἦτο ἐκ μετάλλου, Πλούτ. 2. 239Α, πρβλ. Διόδ. 13. 81. ΙΙ. [[εἶδος]] τιάρας ἐπικεκοσμημένης διὰ μετάλλου ([[ἐπίτηκτος]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 9 καὶ 10, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 179· ἐκ χρυσοῦ, Πολύβ. 26. 7, 10, Ἀθήν. 128D· προβαλλομένη ὡς [[βραβεῖον]], Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 10· ἐφόρουν δὲ αὐτὴν οἱ θεωροὶ οἱ πεμπόμενοι εἴς τι [[μαντεῖον]] κατ’ ἐπίσημὸν τινα ἑορτήν, Ἡρακλείδ. Ταρ. παρ’ Ἐρωτιαν., Γλωσσ. Ἱππ., Σωσίβ. παρ’ Ἀθην. 674Β· παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 556, αἱ γυναῖκες λέγονται ἀντλοῦσαι [[οἶνον]] διὰ τῶν στλεγγίδων· οὕτω, τῇ στλ. κἄν ἀρύσαιτό τις Ἀριστ. Τοπ. 6. 6. 18. - Τῆς λέξεως ἀπαντῶσι πολλοὶ τύποι, στελγὶς Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ.· στλέγγος Α. Β. 793· στεργὶς Ἀρτεμ. 1. 66· στρεγγὶς Ἡρακλείδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λατιν. strigil (striyo,· ὑποκορ. στλεγγίον, Α. Β. 793.
|lstext='''στλεγγίς''': -ίδος, ἡ, ἀρχαιότερον [[ὄνομα]] τῆς ξύστρας, (Ἐρωτιαν. Γλωσσ. Ἱππ.), «ξυστρὶ» δι’οὗ ἀπέξεον τὸ [[ἔλαιον]] [[μετὰ]] τοῦ κονιορτοῦ (γλοιὸς) ἀπὸ τοῦ δέρματος ἐν τῷ λουτρῷ ἢ [[μετὰ]] τὰς ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἀσκήσεις, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 189, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C, πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 141· - παροιμ. ἐπὶ πενίας, οὐδ’ ἐστὶν αὐτῇ στλεγγὶς οὐδὲ [[λήκυθος]] Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 14, πρβλ. Κικ. Fin. 4. 12, Πλουτ. 2. 59F· - ἐν Σπάρτῃ ἐχρῶντο καλάμῳ, ἀλλὰ συνήθως ἦτο ἐκ μετάλλου, Πλούτ. 2. 239Α, πρβλ. Διόδ. 13. 81. ΙΙ. [[εἶδος]] τιάρας ἐπικεκοσμημένης διὰ μετάλλου ([[ἐπίτηκτος]]), Συλλ. Ἐπιγρ. 159. 9 καὶ 10, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 179· ἐκ χρυσοῦ, Πολύβ. 26. 7, 10, Ἀθήν. 128D· προβαλλομένη ὡς [[βραβεῖον]], Ξεν. Ἀνάβ. 1. 2, 10· ἐφόρουν δὲ αὐτὴν οἱ θεωροὶ οἱ πεμπόμενοι εἴς τι [[μαντεῖον]] κατ’ ἐπίσημὸν τινα ἑορτήν, Ἡρακλείδ. Ταρ. παρ’ Ἐρωτιαν., Γλωσσ. Ἱππ., Σωσίβ. παρ’ Ἀθην. 674Β· παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Θεσμ. 556, αἱ γυναῖκες λέγονται ἀντλοῦσαι [[οἶνον]] διὰ τῶν στλεγγίδων· οὕτω, τῇ στλ. κἄν ἀρύσαιτό τις Ἀριστ. Τοπ. 6. 6. 18. - Τῆς λέξεως ἀπαντῶσι πολλοὶ τύποι, στελγὶς Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σουΐδ., Ἐτυμολ. Μέγ.· στλέγγος Α. Β. 793· στεργὶς Ἀρτεμ. 1. 66· στρεγγὶς Ἡρακλείδ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Λατιν. strigil (striyo,· ὑποκορ. στλεγγίον, Α. Β. 793.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> racloir, étrille pour se frotter dans le bain <i>ou</i> au gymnase (strigille);<br /><b>2</b> plaque de cuir <i>ou</i> de métal doré, pour la coiffure des femmes.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. sans étym., pê emprunté.
}}
}}