Anonymous

συγκλίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] τι εἰς τὸ αὐτό, [[συνευνάζω]]. ― Παθ., κατακλίνομαι, [[πλαγιάζω]] μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 107.
|lstext='''συγκλίνω''': [ῑ], [[κλίνω]] τι εἰς τὸ αὐτό, [[συνευνάζω]]. ― Παθ., κατακλίνομαι, [[πλαγιάζω]] μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» [[ὁμοῦ]], Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. [[κλίνω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Συντάξ. σ. 107.
}}
{{bailly
|btext=faire coucher avec ; <i>Pass.</i> coucher avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλίνω]].
}}
}}