3,273,153
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ. | |lstext='''συγκοπή''': ἡ, τὸ συγκόπτειν, κόπτειν εἰς μικρὰ τεμάχια, Σχόλ. εἰς Λουκ. Βίων Πρᾶσιν 19, πρβλ. Πλούτ. 2. 912Ε· τὸ κόπτειν [[μέταλλον]] εἰς τεμάχια πρὸς ἐκτύπωσιν νομισμάτων, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 6· μεταφ., ἐσχάτη [[βραχύτης]], ἀντίθ. τῷ [[συντομία]], Λογγῖν. 42. 2) ἐν τῇ Γρααμματικῇ, ἡ συντόμευσις λέξεων διὰ τῆς ἐκκρούσεως ἑνὸς γράμματος ἢ πλειόνων ἐκ τοῦ μέσου αὐτῆς, ὡς π. χ. πατέρος πατρός, [[ἤλυθον]] ἦλθον Τρυφ. 23, Δράκ. 56, 156, [[Ἀπολλώνιος]] περὶ Ἐπίρρ. 550. 25, κτλ., Πλούτ. 2. 1011Ε· κατὰ συγκοπὴν καλεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ρωμ. 11· ἀλλὰ Λογγῖν. 39, = ἀποκοπὴ ΙΙ. ΙΙ. [[σύγκρουσις]], αἱ σ. τῶν ἤχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22. ΙΙΙ. ἀθρόα τῆς δυνάμεως [[κατάπτωσις]] συνοδευομένη ὑπὸ λιποθυμίας καὶ περιψύξεως τῶν [[ἄκρων]], Ἀρετ. περὶ Ὀξ. Παθ. 2, 3, Γαλην. ΙΙ, 263, Ὀρειβ. Ι, 387, Παῦλ. Αἰγιν. 3, 34, κλπ.· ἡ τοῦ πνεύματος σ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 15· ― πρβλ. [[σύγκοπος]], [[συγκόπτω]] ΙΙΙ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>t. de gramm.</i> syncope, retranchement de syllabes <i>ou</i> de lettres au milieu <i>ou</i> à la fin d’un mot.<br />'''Étymologie:''' [[συγκόπτω]]. | |||
}} | }} |