Anonymous

στρέβλωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρέβλωσις''': -εως, ἡ, [[βάσανος]], [[βασανισμός]], «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - [[ὡσαύτως]] στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''στρέβλωσις''': -εως, ἡ, [[βάσανος]], [[βασανισμός]], «στραγγούλισμα», Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 5, Πλούτ. 2. 1070Β· - [[ὡσαύτως]] στρέβλωμα, τό, Γρηγ. Ναζ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />torture.<br />'''Étymologie:''' [[στρεβλόω]].
}}
}}