Anonymous

συμπαραινέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραινέω''': μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, [[συμβουλεύω]], χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· [[καλῶς]] κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.
|lstext='''συμπαραινέω''': μέλλ. -έσω, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου παραινῶ, [[συμβουλεύω]], χρηστὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 687· [[καλῶς]] κακῶς πράσσοντι συμπαραινέσαι Σοφ. Ἀποσπ. 14. 2) ἀπὸ κοινοῦ ἐπιδοκιάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 852.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> conseiller en même temps;<br /><b>2</b> approuver en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραινέω]].
}}
}}