3,277,402
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελῑδόνιος''': ἢ -ειος, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 81· - ὁ τῆς χελιδόνος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν χελιδόνα, [[μέλος]] Σουΐδ.· [[τεῖχος]] χ., οἰκοδομηθὲν ὑπὸ τῶν χελιδόνων, Θράσυλλ. παρὰ Πλουτ. 2. 1157D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] χελιδόνι, [[μάλιστα]] δὲ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ λαιμοῦ τῆς χελιδόνος, ἐρυθρὸς καὶ μελαψός, ἰσχάδες χελιδόνιαι, μελαψὰ σῦκα, Ἀθήν. 652Ε, πρβλ. [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, χελιδόνια (ἐξυπακουομ. τοῦ σῦκα) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476· χελιδόνεια Ἐπιγένης ἐν «Βακχείᾳ» 1. 2. 2) χελιδονέα, ἡ, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56· lapis chelidonius (πρβλ. χελιδὼν Ι), Πλίν. 11. 79. 3) [[εἶδος]] ὄφεως, Γαλην. 4) τί τοῦτο ; ποδαπὸς [[οὗτος]] ; Β. χελιδόνειος ὁ [[δασύπους]], ἐπὶ τοῦ κοινοῦ λαγοῦ, Δίφλος ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1. | |lstext='''χελῑδόνιος''': ἢ -ειος, α, ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 81· - ὁ τῆς χελιδόνος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν χελιδόνα, [[μέλος]] Σουΐδ.· [[τεῖχος]] χ., οἰκοδομηθὲν ὑπὸ τῶν χελιδόνων, Θράσυλλ. παρὰ Πλουτ. 2. 1157D. ΙΙ. [[ὅμοιος]] χελιδόνι, [[μάλιστα]] δὲ ἔχων τὸ [[χρῶμα]] τοῦ λαιμοῦ τῆς χελιδόνος, ἐρυθρὸς καὶ μελαψός, ἰσχάδες χελιδόνιαι, μελαψὰ σῦκα, Ἀθήν. 652Ε, πρβλ. [[Πολυδ]]. ἔνθ’ ἀνωτ.· οὕτω, χελιδόνια (ἐξυπακουομ. τοῦ σῦκα) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 476· χελιδόνεια Ἐπιγένης ἐν «Βακχείᾳ» 1. 2. 2) χελιδονέα, ἡ, [[εἶδος]] πολυτίμου λίθου, Πλίν. 37. 56· lapis chelidonius (πρβλ. χελιδὼν Ι), Πλίν. 11. 79. 3) [[εἶδος]] ὄφεως, Γαλην. 4) τί τοῦτο ; ποδαπὸς [[οὗτος]] ; Β. χελιδόνειος ὁ [[δασύπους]], ἐπὶ τοῦ κοινοῦ λαγοῦ, Δίφλος ἐν «Ἀγνοίᾳ» 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> semblable à l’hirondelle, <i>particul.</i> noirâtre comme l’hirondelle;<br /><b>2</b> qui ramène l’hirondelle <i>en parl. d’un vent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χελιδών]]. | |||
}} | }} |