Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγγνώμων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγνώμων''': Ἀττ. ξυγγν-, ον, γενικ. -ονος· ([[συγγιγνώσκω]] Ι)· - ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, [[ὁμογνώμων]], [[σύμφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 770C· τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 122· τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Πλουτ. Κλεομ. 10. ΙΙ. ([[συγγιγνώσκω]] IV), διατεθειμένος νὰ παράσχῃ συγγνώμην, ἐπιεικής, Εὐρ. Ἀποσπ. 1030, Πλάτ. Νόμ. 921Α· συγγν. εἰμί τινι, [[χαρίζομαι]] [[πρός]] τινα, δεικνύω εὔνοιαν [[πρός]] τινα, εἶμαι [[εὐμενής]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· σ. εἰμί τινος, εἶμαι διατεθειμένος νὰ συγχωρήσω τι, Εὐρ. Μήδ. 870, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· σ. τινί τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· - ξυγγνώμονες δὲ [[ἔστε]] τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως Θουκ. 2. 74· - τὸ ξύγγνωμον, [[συγγνώμη]], τὸ χαρίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 757D. 2) Παθ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Θουκ. 3. 40· ξ. τι γίγνεται, παρέχεται [[συγγνώμη]], ὁ αὐτ. 4. 98. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
|lstext='''συγγνώμων''': Ἀττ. ξυγγν-, ον, γενικ. -ονος· ([[συγγιγνώσκω]] Ι)· - ἔχων τὴν αὐτὴν γνώμην, [[ὁμογνώμων]], [[σύμφωνος]], Πλάτ. Νόμ. 770C· τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 122· τινος, [[περί]] τινος πράγματος, Πλουτ. Κλεομ. 10. ΙΙ. ([[συγγιγνώσκω]] IV), διατεθειμένος νὰ παράσχῃ συγγνώμην, ἐπιεικής, Εὐρ. Ἀποσπ. 1030, Πλάτ. Νόμ. 921Α· συγγν. εἰμί τινι, [[χαρίζομαι]] [[πρός]] τινα, δεικνύω εὔνοιαν [[πρός]] τινα, εἶμαι [[εὐμενής]], Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 14· σ. εἰμί τινος, εἶμαι διατεθειμένος νὰ συγχωρήσω τι, Εὐρ. Μήδ. 870, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 37· σ. τινί τινος Διον. Ἁλ. 1. 58· - ξυγγνώμονες δὲ [[ἔστε]] τῆς μὲν ἀδικίας κολάζεσθαι τοῖς ὑπάρχουσι προτέροις, τῆς δὲ τιμωρίας τυγχάνειν τοῖς ἐπιφέρουσι νομίμως Θουκ. 2. 74· - τὸ ξύγγνωμον, [[συγγνώμη]], τὸ χαρίζεσθαι, Πλάτ. Νόμ. 757D. 2) Παθ., [[ἄξιος]] συγγνώμης, ξ. ἐστὶ τὸ ἀκούσιον Θουκ. 3. 40· ξ. τι γίγνεται, παρέχεται [[συγγνώμη]], ὁ αὐτ. 4. 98. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον :<br /><b>1</b> qui est du même avis : τινος qui est d’accord sur qch;<br /><b>2</b> qui pardonne, indulgent, clément : τινι envers qqn ; τινος au sujet de qch ; [[συγγνώμων]] τινί avec un inf., indulgent envers qqn pour;<br /><b>3</b> pardonnable.<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]].
}}
}}