3,274,913
edits
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συννεφέω''': (ἢ κατὰ Κόβητ. Var. Lect. σελ. 134 συννέφω), πρκμ. συννένοφα· ― [[συνάγω]] νεφέλας, συννέφειαν ποιῶ, [[Ζεὺς]] ξυννεφεῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502· σ. τὸ περιέχον Πλούτ. 2. 641D· ― [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., συννεφεῖ, [[εἶναι]] «συννεφιά», (ὡς τὸ ὕει, νίφει, κτλ.), εἰ συννεφεῖ, εἰκὸς ὗσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 24· ξυννένοφε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννένοφεν· ἐσκυθρώπακεν». ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, συννεφοῦσαν ὄμματα, ἔχουσαν [[βλέμμα]] σκοτεινὸν καὶ κατηφές, Εὐρ. Ἠλ. 1078. κύψασα [[κάτω]] καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Φιλόστρ. 508· ἤρετο διὰ τί συννένοφεν Δίων Κ. 55. 11. 2) εἶμαι ὑπὸ [[νέφος]], διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχεῖν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 332. 7, πρβλ. Εὐστ. 127. 27. ― Ἴδε Χαριτωνίδ. Ποικ. Φιλολ. Τόμ. Αϳ, σ. 760 κἑξ. | |lstext='''συννεφέω''': (ἢ κατὰ Κόβητ. Var. Lect. σελ. 134 συννέφω), πρκμ. συννένοφα· ― [[συνάγω]] νεφέλας, συννέφειαν ποιῶ, [[Ζεὺς]] ξυννεφεῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502· σ. τὸ περιέχον Πλούτ. 2. 641D· ― [[ὡσαύτως]] ἀπροσ., συννεφεῖ, [[εἶναι]] «συννεφιά», (ὡς τὸ ὕει, νίφει, κτλ.), εἰ συννεφεῖ, εἰκὸς ὗσαι Ἀριστ. Ρητ. 2. 19, 24· ξυννένοφε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 142. ― Καθ’ Ἡσύχ.· «συννένοφεν· ἐσκυθρώπακεν». ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, συννεφοῦσαν ὄμματα, ἔχουσαν [[βλέμμα]] σκοτεινὸν καὶ κατηφές, Εὐρ. Ἠλ. 1078. κύψασα [[κάτω]] καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ἀριστοφάν. Ἀποσπ. 349, πρβλ. Φιλόστρ. 508· ἤρετο διὰ τί συννένοφεν Δίων Κ. 55. 11. 2) εἶμαι ὑπὸ [[νέφος]], διατελῶ ἐν δυστυχίᾳ, ἀντίθετ. τῷ εὐτυχεῖν, Εὐριπ. Ἀποσπ. 332. 7, πρβλ. Εὐστ. 127. 27. ― Ἴδε Χαριτωνίδ. Ποικ. Φιλολ. Τόμ. Αϳ, σ. 760 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se couvrir de nuages, s’assombrir ; • <i>impers.</i> συννεφεῖ ARSTT le temps se couvre <i>ou</i> est couvert.<br />'''Étymologie:''' [[συννεφής]]. | |||
}} | }} |