Anonymous

τελωνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τελωνέω''': εἶμαι [[τελώνης]], εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. [[τελώνης]] (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, [[μεγάλως]] φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. [[καπηλεύω]]. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς [[φόρος]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).
|lstext='''τελωνέω''': εἶμαι [[τελώνης]], εἰσπράττω τέλη, Πλούτ. 2. 236Β, Λουκ. Ψευδολ. 30· ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλέπτει, τελωνεῖ Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 13, Σουΐδ. ἐν λ. [[τελώνης]] (a). II. μετ’ αἰτ., τ. τινὰ πικρῶς, [[μεγάλως]] φορολογῶ τινα, Στράβ. 419· μεταφορ., τελ. τοὺς λόγους, ἐμπρεύομαι τὴν παιδείαν, Βασίλ., πρβλ. [[καπηλεύω]]. - Παθητ., ἀπαιτοῦμαι ἢ πληρώνομαι ὡς [[φόρος]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΓ΄, 39).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être fermier public, percepteur d’impôts.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
}}