Anonymous

συνθεωρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνθεωρέω''': θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς [[θεωρός]], ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν [[ὁμοῦ]], Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.
|lstext='''συνθεωρέω''': θεωρῶ, ἐπισκοπῶ ἢ παρατηρῶ συγχρόνως, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 5, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 21, 8. ΙΙ. ἐνεργῶ ὡς [[θεωρός]], ἢ πορεύομαι εἰς ἑορτὴν ἢ πανήγυριν [[ὁμοῦ]], Ἐλευσῑνάδε Λυσίας 112. 35· τινί, μετά τινος, Ἀριστοφ. Σφ. 1187· σ. καὶ συνευωχεῖσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Εὐδ. 7. 12, 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> contempler ensemble;<br /><b>2</b> faire partie d’une députation de théores avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θεωρέω]] II.
}}
}}