Anonymous

συγκαθέλκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13a)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαθέλκω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]])· - [[καθέλκω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκαταβιβάζω]], μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.
|lstext='''συγκαθέλκω''': μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. [[ἕλκω]])· - [[καθέλκω]] [[ὁμοῦ]], [[συγκαταβιβάζω]], μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συγκαθείλκυσα;<br />entraîner avec <i>ou</i> ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καθέλκω]].
}}
}}