3,277,055
edits
(6_10) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στραγγός''': -ή, -όν, (ἴδε [[στράγξ]]), συνεστραμμένος, [[σκολιός]], διεστραμμένος, Φώτ. «[[στρεβλός]], ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, [[πολύπλοκος]], [[ἀνώμαλος]], Ἰατρ. 2) [[ἀναιδής]], Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] στραγός. | |lstext='''στραγγός''': -ή, -όν, (ἴδε [[στράγξ]]), συνεστραμμένος, [[σκολιός]], διεστραμμένος, Φώτ. «[[στρεβλός]], ἄτακτος» Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. μεταφορ., συνεστραμμένος, [[πολύπλοκος]], [[ἀνώμαλος]], Ἰατρ. 2) [[ἀναιδής]], Βασίλ. - Ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] φέρεται [[ἡμαρτημένως]] στραγός. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />exprimé goutte à goutte, qui coule lentement, lent.<br />'''Étymologie:''' [[στράγξ]]. | |||
}} | }} |