Anonymous

συνεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπίσταμαι''': ἀποθ., γινώσκω [[καλῶς]] μετά τινος, [[μετέχω]] τῶν μυστικῶν [[αὐτοῦ]], τὼ δύω στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μίλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 19· συνεπίσταμαί σοι πονηρὰ δράσαντι Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 23, πρβλ. 27· οὐδὲν ἐμαυτῷ [[ψεῦδος]] εἰπόντι συνηπιστάμην ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, πρβλ. περὶ Διαβολ. 9. 2) γινώσκω ἀπὸ κοινοῦ, γινώσκω [[καλῶς]], τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ’ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Πλάτ. Νόμ. 812C· οὐκ ἄρα σ. ὅτι ἐπίστανται Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 19, 3.
|lstext='''συνεπίσταμαι''': ἀποθ., γινώσκω [[καλῶς]] μετά τινος, [[μετέχω]] τῶν μυστικῶν [[αὐτοῦ]], τὼ δύω στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μίλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 19· συνεπίσταμαί σοι πονηρὰ δράσαντι Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 23, πρβλ. 27· οὐδὲν ἐμαυτῷ [[ψεῦδος]] εἰπόντι συνηπιστάμην ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, πρβλ. περὶ Διαβολ. 9. 2) γινώσκω ἀπὸ κοινοῦ, γινώσκω [[καλῶς]], τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ’ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Πλάτ. Νόμ. 812C· οὐκ ἄρα σ. ὅτι ἐπίστανται Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 19, 3.
}}
{{bailly
|btext=savoir avec :<br /><b>1</b> être dans le secret de, acc.;<br /><b>2</b> avoir conscience de ; <i>avec un part. au dat.</i> : avoir conscience que qqn….<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπίσταμαι]].
}}
}}