3,277,226
edits
(6_9) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόνοια''': ἡ, ([[ὑπονοέω]]) κεκρυμμένη [[σκέψις]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. [[ὑποψία]], [[εἰκασία]], [[ὑπόθεσις]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 993· ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων, γνῶμαι ἐσχηματισμέναι περὶ τῶν μελλόντων, Θουκ. 5. 87· ἡ ὑπ. τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 2. 41, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1133· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπόνοιαι πλασταὶ Δημ. 1178. 2, πρβλ. Μενάνδρου Μονόστ. 732. ΙΙ. ἡ πραγματικὴ [[σημασία]] ἡ ὑποκειμένη ὡς βάσις, ὁ ἀληθὴς [[σκοπός]], ἡ βαθυτέρα [[σημασία]], τὰς ὑπ. οὐκ. ἐπίστασθαι Ξεν. Συμπ. 3. 6 [[μάλιστα]], ἡ ὑπολανθάνουσα καὶ κεκρυμμένη [[σημασία]] ἢ [[ἔννοια]] (οἵα ἡ ἐν τοῖς μύθοις καὶ ταῖς ἀλληγορίαις περιεχομένη), ὁ... [[νέος]] οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅ τι τε [[ὑπόνοια]] καὶ ὃ μὴ Πλάτ. Πολ. 378Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 19Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[αἰσχρολογία]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 8, 6· καθ’ ὑπόνοιαν, [[κεκρυμμένως]], Πολύβ. 28. 4, 5, Διονυσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 1· δι’ ὑπονοιῶν Ἀλκίφρων 2. 4· δι’ ὑπονοίας, ἐν ὑπονοίᾳ Ἐκκλ.· ― [[ἀλλά]], καθ’ ὑπ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀστείας παιδιᾶς, = παρὰ προσδοκίαν, Quintil. 6. 3, 84. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπόνοια]]· [[ὑπερηφανία]], [[θράσος]]». | |lstext='''ὑπόνοια''': ἡ, ([[ὑπονοέω]]) κεκρυμμένη [[σκέψις]]· [[ἐντεῦθεν]], Ι. [[ὑποψία]], [[εἰκασία]], [[ὑπόθεσις]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 993· ὑπόνοιαι τῶν μελλόντων, γνῶμαι ἐσχηματισμέναι περὶ τῶν μελλόντων, Θουκ. 5. 87· ἡ ὑπ. τῶν ἔργων ὁ αὐτ. 2. 41, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1133· ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπόνοιαι πλασταὶ Δημ. 1178. 2, πρβλ. Μενάνδρου Μονόστ. 732. ΙΙ. ἡ πραγματικὴ [[σημασία]] ἡ ὑποκειμένη ὡς βάσις, ὁ ἀληθὴς [[σκοπός]], ἡ βαθυτέρα [[σημασία]], τὰς ὑπ. οὐκ. ἐπίστασθαι Ξεν. Συμπ. 3. 6 [[μάλιστα]], ἡ ὑπολανθάνουσα καὶ κεκρυμμένη [[σημασία]] ἢ [[ἔννοια]] (οἵα ἡ ἐν τοῖς μύθοις καὶ ταῖς ἀλληγορίαις περιεχομένη), ὁ... [[νέος]] οὐχ οἷός τε κρίνειν ὅ τι τε [[ὑπόνοια]] καὶ ὃ μὴ Πλάτ. Πολ. 378Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 19Ε· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[αἰσχρολογία]], Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 8, 6· καθ’ ὑπόνοιαν, [[κεκρυμμένως]], Πολύβ. 28. 4, 5, Διονυσ. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 1· δι’ ὑπονοιῶν Ἀλκίφρων 2. 4· δι’ ὑπονοίας, ἐν ὑπονοίᾳ Ἐκκλ.· ― [[ἀλλά]], καθ’ ὑπ., [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἀστείας παιδιᾶς, = παρὰ προσδοκίαν, Quintil. 6. 3, 84. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὑπόνοια]]· [[ὑπερηφανία]], [[θράσος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> supposition, conjecture ; <i>particul.</i> fiction ; <i>en mauv. part</i> soupçon, suspicion;<br /><b>2</b> pensée, sens, signification ; <i>particul.</i> signification symbolique <i>ou</i> allégorique.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπονοέω]]. | |||
}} | }} |