Anonymous

συνεπικουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπικουφίζω''': [[ἐπικουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]] συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.
|lstext='''συνεπικουφίζω''': [[ἐπικουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]] συγχρόνως, Πλουτ. Κάμιλλ. 25. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἀνακούφισιν, Φίλων 2. 364, Πλουτ. Εὐμέν. 9.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> alléger en même temps;<br /><b>2</b> aider à alléger.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπικουφίζω]].
}}
}}