3,274,916
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρηδυς''': υ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἡδύς]], ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1. | |lstext='''ὑπέρηδυς''': υ, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἡδύς]], ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υς, υ;<br />extrêmement agréable;<br /><i>Sp.</i> ὑπερήδιστος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἡδύς]]. | |||
}} | }} |