Anonymous

φιλογηθής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλογηθής''': -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· ([[γῆθος]], γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, [[εὔθυμος]], [[φαιδρός]], Αἰσχύλ. Θηβ. 918.
|lstext='''φῐλογηθής''': -ές, γεν. έος, μόνον ἐν τῷ Δωρικ. τύπῳ -γαθής· ([[γῆθος]], γᾶθος)· ― ὁ φιλῶν τὴν εὐθυμίαν, [[εὔθυμος]], [[φαιδρός]], Αἰσχύλ. Θηβ. 918.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime la joie.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[γῆθος]].
}}
}}