3,273,773
edits
(6_13b) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπωπιάζω''': μέλλ. -άσω, [[τύπτω]] τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, [[μωλωπίζω]] τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν [[εἶναι]] συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ [[ὑπώπιον]]» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., [[δαμάζω]], νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· [[ὡσαύτως]], ἐνοχλῶ [[μεγάλως]], [[βασανίζω]], ἵνα μὴ εἰς [[τέλος]] ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F ([[ἔνθα]] ἕτεροι [[ὑποπιέζω]]), Λουκ. Νεκυομαντ. 5. | |lstext='''ὑπωπιάζω''': μέλλ. -άσω, [[τύπτω]] τινὰ ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν, [[μωλωπίζω]] τινὰ κατὰ τὸν ὀφθαλμόν. ― Παθ., ἔχω τὸν ὀφθαλμὸν μεμωλωπισμένον, αἱ πόλεις… ὑπωπιασμέναι, «σφοδρῶς πληγεῖσαι ὑπὸ πολέμου» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Εἰρήν. 541· ἐπὶ ὑπωπιασμένου, «‘ᾠήθητε δ’ ἂν αὐτὸν [[εἶναι]] συκαμίνων κάλαθον’ ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ [[ὑπώπιον]]» Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, πρβλ. Διογέν. Λαέρτ. 6. 89. ΙΙ. μεταφορ., [[δαμάζω]], νεκρώνω, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. θ΄, 27· [[ὡσαύτως]], ἐνοχλῶ [[μεγάλως]], [[βασανίζω]], ἵνα μὴ εἰς [[τέλος]] ἐρχομένη ὑπωπιάζῃ με Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 5, πρβλ. Πλούτ. 2. 921F ([[ἔνθα]] ἕτεροι [[ὑποπιέζω]]), Λουκ. Νεκυομαντ. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> frapper sous les yeux, pocher les yeux;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> molester.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπώπιον]]. | |||
}} | }} |