Anonymous

τοξοδάμας: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξοδάμᾱς''': [δᾰ], αντος, ὁ, ὁ τόξοις δάμνων, δαμάζων, [[τοξότης]], τοξοδάμαντές τ’ ἠδ’ ἱπποβάται Αἰσχύλ. Πέρσ. 26, 30, 926.
|lstext='''τοξοδάμᾱς''': [δᾰ], αντος, ὁ, ὁ τόξοις δάμνων, δαμάζων, [[τοξότης]], τοξοδάμαντές τ’ ἠδ’ ἱπποβάται Αἰσχύλ. Πέρσ. 26, 30, 926.
}}
{{bailly
|btext=αντος (ὁ) :<br />qui dompte l’ennemi avec ses flèches <i>ou</i> son arc ; [[οἱ]] τοξοδάμαντες les archers.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]], [[δαμάω]].
}}
}}