Anonymous

φρούριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρούριον''': τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[τόπος]] φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος [[τόπος]], κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ [[πόλις]] [[εἶναι]] [[φρούριον]] κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· [[μάλιστα]] δὲ [[ὀχύρωμα]] ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, [[πύργος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. [[περίπολος]] Ι. 2) [[φυλακή]], [[εἱρκτή]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, [[πρᾶγμα]] [[ὅπερ]] πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον].
|lstext='''φρούριον''': τό, (φρουρὸς) ὡς καὶ νῦν, [[τόπος]] φυλαττόμενος ὑπὸ φρουρᾶς, ὀχυρὸς ἢ ὠχυρωμένος [[τόπος]], κοινῶς «κάστρον», Αἰσχύλ. Εὐμ. 919, Θουκ., κλπ.· ἀντὶ τοῦ [[πόλις]] [[εἶναι]] [[φρούριον]] κατέστη ὁ αὐτ. 7. 28· [[μάλιστα]] δὲ [[ὀχύρωμα]] ἐπὶ λόφου ἢ βουνοῦ, [[πύργος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ὠχυρωμένην πόλιν, ὁ αὐτ. 2. 18., 3. 18, 51, Λυσί. 124. 1, Ξεν., κλπ.· βίον ὡς οἰκτρὸν ἐξαντλοῦσιν οἱ τὰ φρούρια τηροῦντες Μένανδρ. ἐν «Ἀσπίδι» 5· πρβλ. [[περίπολος]] Ι. 2) [[φυλακή]], [[εἱρκτή]], Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ΙΙ. ἡ φρουρὰ θέσεώς τινος ἢ ὀχυρώματος, Αἰσχύλ. Προμ. 801 ([[ἔνθα]] ὁ Σχολιαστὴς ἔχει καὶ ἑτέραν ἑρμηνείαν, [[πρᾶγμα]] [[ὅπερ]] πρέπει τις νὰ φυλάττηται), φυλασσόμεσθα φρουρίοις Εὐρ. Ὀρ. 760, Θουκ. 2. 93· πόλεως φρ., οἱ Ἀρεοπαγῖται, Αἰσχύλ. Εὐμ. 949. [Εἶναι ὑποκορ. μόνον κατὰ τύπον].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> poste gardé, <i>particul.</i> citadelle, château fort;<br /><b>2</b> garde qui veille sur un poste.<br />'''Étymologie:''' [[φρουρός]].
}}
}}