Anonymous

ὑπεραυξάνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεραυξάνω''': καὶ -αύξω, [[αὐξάνω]] τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· [[γίνομαι]] [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], [[πανίσχυρος]], Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]], κάλαμοι [[ἐνίοτε]] ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.
|lstext='''ὑπεραυξάνω''': καὶ -αύξω, [[αὐξάνω]] τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· [[γίνομαι]] [[λίαν]] [[ἰσχυρός]], [[πανίσχυρος]], Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι [[ὑπεράνω]], κάλαμοι [[ἐνίοτε]] ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]] Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accroître <i>ou</i> augmenter outre mesure;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> croître avec force.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[αὐξάνω]].
}}
}}