3,274,216
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειρᾰγωγός''': -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. | |lstext='''χειρᾰγωγός''': -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui conduit par la main ; ὁ <i>ou</i> ἡ [[χειραγωγός]] PLUT guide, conducteur, conductrice.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |