Anonymous

τριψημερέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριψημερέω''': ([[τρίβω]]) [[κατατρίβω]] [[μάτην]] τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.
|lstext='''τριψημερέω''': ([[τρίβω]]) [[κατατρίβω]] [[μάτην]] τὸν καιρόν μου, «χασομερῶ», Λατ. tenere tempus, Ἀριστοφ. Σφ. 849· «τριψημερεῖν· στραγγεύεσθαι, καὶ παρέλκειν τὰς ὥρας» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />perdre ses journées <i>ou</i> son temps.<br />'''Étymologie:''' [[τρίβω]], [[ἡμέρα]].
}}
}}