Anonymous

συγκαταλύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταλύω''': [[καταλύω]], [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω [[ὁμοῦ]], ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., [[καταλύω]] μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, [[ὥσπερ]] νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες [[ἅπαξ]] ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.
|lstext='''συγκαταλύω''': [[καταλύω]], [[καταστρέφω]] [[ὁμοῦ]], τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω [[ὁμοῦ]], ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν [[ἑαυτοῦ]] βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., [[καταλύω]] μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, [[ὥσπερ]] νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες [[ἅπαξ]] ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> aider à dissoudre, à détruire;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> faire une halte, s’arrêter qqe part avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλύω]].
}}
}}