Anonymous

συγκαταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκαταμίγνῡμι''': καὶ -ύω, μέλλ. -μίξω, καταμιγνύω [[ὁμοῦ]], συνενώνω, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 674, πρβλ. Στράβ. 570. ― Παθ., ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, ἡ [[ψυχή]] του [[εἶναι]] ὅλη δεδομένη εἰς..., Ξεν. Ἱέρ. 6, 2· ὅσα εἰς τὸ [[σῶμα]] συγκαταμιγνύμενα, συνενούμενα, Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· τῷ ὑγρῷ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.
|lstext='''συγκαταμίγνῡμι''': καὶ -ύω, μέλλ. -μίξω, καταμιγνύω [[ὁμοῦ]], συνενώνω, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 674, πρβλ. Στράβ. 570. ― Παθ., ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, ἡ [[ψυχή]] του [[εἶναι]] ὅλη δεδομένη εἰς..., Ξεν. Ἱέρ. 6, 2· ὅσα εἰς τὸ [[σῶμα]] συγκαταμιγνύμενα, συνενούμενα, Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· τῷ ὑγρῷ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.
}}
{{bailly
|btext=mêler avec, mélanger, unir ; <i>Pass. fig.</i> être absorbé par, plongé dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταμίγνυμι]].
}}
}}