3,253,944
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύλλεκτρος''': -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ [[αὐτοῦ]] λέκτρου, [[σύνευνος]], ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] [[μετὰ]] τοῦ [[Διός]], περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, [[αὐτόθι]] 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5. | |lstext='''σύλλεκτρος''': -ον, ὁ συμμετέχων τοῦ [[αὐτοῦ]] λέκτρου, [[σύνευνος]], ἐπὶ ἀνδρὸς ἢ γυναικὸς, Εὐριπ. Ἡρ. Μαιν. 1268· τὸν Διὸς σύλλεκτρον, τὸν συγκοινωνοῦντα τῆς κοίτης [τῆς Ἀλκμήνης] [[μετὰ]] τοῦ [[Διός]], περὶ τοῦ Ἀμφιτρύωνος, [[αὐτόθι]] 1· οὕτω περὶ τοῦ Ἰξίονος, σ. τῷ Διῒ Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui partage la couche de, gén. <i>ou</i> dat..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λέκτρον]]. | |||
}} | }} |