Anonymous

σύμφωνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμφωνος''': -ον, ὁ συμφωνῶν ὡς πρὸς τὸν ἦχον, [[ἁρμονικός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 221, 659· χορδαὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51˙ [[καθόλου]], ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς θρήνους καὶ τὰς κραυγάς, Σοφ. Ο. Τ. 421˙ ― ἐπὶ μουσικοῦ ἢ μουσουργοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 584. 2) ὡς μουσικὸς ὅρος, ὁ ὢν ἐν συμφωνίᾳ, ἐν ὁμοφωνίᾳ [[πρός]] τινα, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, Πλάτ. Τίμ. 80Α, Νόμ. 812D· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[ὁμόφωνος]], Ἀριστ. Προβλ. 19. 16, καὶ 39˙ τὸ σύμφωνον = [[συμφωνία]], Πλάτ. Φίληβ. 56Α. 3) τὰ σύμφωνα, ὡς καὶ νῦν, Γραμματ., πρβλ. [[ἄφωνος]] 2. ΙΙ. μεταφορ., [[ἁρμονικός]], ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ἀναλογίᾳ [[πρός]] τινα, τίνες ξ. ἀριθμοί, καί τίνες οὒ Πλάτ. Πολ. 531C· σ. φοραὶ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 11˙ ὁ [[βίος]] σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐπὶ προσώπου, σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Πολύβ. 32. 11, 8˙ ― τὸ σύμφωνον, ἁρμονικὴ [[τάξις]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 5, 4. 2) [[ἁρμονικός]], [[σύμφωνος]], [[φιλικός]], [[ἡσυχία]] Πινδ. Π. 1. 136˙ δεξιώματα Σοφ. Ο. Κ. 619˙ σ. τινι, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ [[πρός]] τινα, ξ. αὐτὰ αὑτοῖς Πλάτ. Πολ. 380C· ξύμφωνα οἷς ἔλεγες ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 457C· ξ. τῷ ὀνόματι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 395Ε, πρβλ. 436C· ἡδοναί... ξ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 696C, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 13˙ σπανίως [[πρός]] τινα, [[οἷον]] ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 332D· ― [[μετὰ]] γεν., ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου ξύμφωνα Πλάτ. Φίληβ. 11Β, πρβλ. Διόδ. 1. 98˙ ― σύμφωνόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] σύμφωνον πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, λογικόν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 3˙ σ. ἐγένετό τισι, συνεφώνησαν, [[περί]] τινος Πολύβ. 24. 4, 8˙ σ. ἐστί τινι [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 6. 36, 5˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, σ. γενέσθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 17. 9, 5˙ σ. εἶναί τινι ὁ αὐτ. 30. 8, 7. ― Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Ἐπιν. 974C, Διόδ. 15. 18˙ τινὶ ὁ αὐτ. 1. 98˙ σ. ἔχειν τινὶ Πτολ. 3) Παθητ., ὁ ἐφ’ οὗ συνεφώνησέ τις, σ. ὅροι Διόδ. 5. 6 (ἀλλ’ ἴδε Wessel.)˙ ― τὸ σύμφωνον, [[συμφωνία]], [[συμβόλαιον]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 27. ΙΙΙ. [[σύμφωνος]], ἡ, ἴδε ἐν λέξ. [[συμφωνιακός]].
|lstext='''σύμφωνος''': -ον, ὁ συμφωνῶν ὡς πρὸς τὸν ἦχον, [[ἁρμονικός]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 221, 659· χορδαὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51˙ [[καθόλου]], ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς θρήνους καὶ τὰς κραυγάς, Σοφ. Ο. Τ. 421˙ ― ἐπὶ μουσικοῦ ἢ μουσουργοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 584. 2) ὡς μουσικὸς ὅρος, ὁ ὢν ἐν συμφωνίᾳ, ἐν ὁμοφωνίᾳ [[πρός]] τινα, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, Πλάτ. Τίμ. 80Α, Νόμ. 812D· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ [[ὁμόφωνος]], Ἀριστ. Προβλ. 19. 16, καὶ 39˙ τὸ σύμφωνον = [[συμφωνία]], Πλάτ. Φίληβ. 56Α. 3) τὰ σύμφωνα, ὡς καὶ νῦν, Γραμματ., πρβλ. [[ἄφωνος]] 2. ΙΙ. μεταφορ., [[ἁρμονικός]], ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ἀναλογίᾳ [[πρός]] τινα, τίνες ξ. ἀριθμοί, καί τίνες οὒ Πλάτ. Πολ. 531C· σ. φοραὶ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 11˙ ὁ [[βίος]] σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐπὶ προσώπου, σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Πολύβ. 32. 11, 8˙ ― τὸ σύμφωνον, ἁρμονικὴ [[τάξις]], Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 5, 4. 2) [[ἁρμονικός]], [[σύμφωνος]], [[φιλικός]], [[ἡσυχία]] Πινδ. Π. 1. 136˙ δεξιώματα Σοφ. Ο. Κ. 619˙ σ. τινι, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ [[πρός]] τινα, ξ. αὐτὰ αὑτοῖς Πλάτ. Πολ. 380C· ξύμφωνα οἷς ἔλεγες ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 457C· ξ. τῷ ὀνόματι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 395Ε, πρβλ. 436C· ἡδοναί... ξ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 696C, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 13˙ σπανίως [[πρός]] τινα, [[οἷον]] ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 332D· ― [[μετὰ]] γεν., ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου ξύμφωνα Πλάτ. Φίληβ. 11Β, πρβλ. Διόδ. 1. 98˙ ― σύμφωνόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., [[εἶναι]] σύμφωνον πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, λογικόν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 3˙ σ. ἐγένετό τισι, συνεφώνησαν, [[περί]] τινος Πολύβ. 24. 4, 8˙ σ. ἐστί τινι [[πρός]] τινα, ὁ αὐτ. 6. 36, 5˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, σ. γενέσθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 17. 9, 5˙ σ. εἶναί τινι ὁ αὐτ. 30. 8, 7. ― Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Ἐπιν. 974C, Διόδ. 15. 18˙ τινὶ ὁ αὐτ. 1. 98˙ σ. ἔχειν τινὶ Πτολ. 3) Παθητ., ὁ ἐφ’ οὗ συνεφώνησέ τις, σ. ὅροι Διόδ. 5. 6 (ἀλλ’ ἴδε Wessel.)˙ ― τὸ σύμφωνον, [[συμφωνία]], [[συμβόλαιον]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 27. ΙΙΙ. [[σύμφωνος]], ἡ, ἴδε ἐν λέξ. [[συμφωνιακός]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> qui résonne ensemble ; qui fait écho à, qui redit ; <i>t. de gramm.</i> τὰ σύμφωνα (γράμματα) les consonnes;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> qui est d’accord :<br /><b>1</b> qui est du même avis, uni de sentiments;<br /><b>2</b> qui s’accorde avec ; réglé, mesuré, proportionnel, harmonieux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φωνή]].
}}
}}